- φιλοξενῶ
- φιλοξενέωentertain hospitablypres subj act 1st sg (attic epic doric)φιλοξενέωentertain hospitablypres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοξενώ — φιλοξενῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόξενος] υποδέχομαι και περιποιούμαι έναν ξένο στην πατρίδα μου ή στον τόπο μου και, ιδίως, στο σπίτι μου (α. «τους μαθητές από το εξωτερικό τούς φιλοξένησε ο δάσκαλος τού χωριού» β. «τοὺς ἑταίρους ἐφιλοξένησεν», Ευστ.)… … Dictionary of Greek
φιλοξενώ — φιλοξενώ, φιλοξένησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φιλοξενώ — φιλοξένησα, φιλοξενήθηκα, φιλοξενημένος, μτβ. 1. περιποιούμαι ξένους και μάλιστα σπίτι μου, φιλεύω. 2. προσφέρω σε κάποιον άσυλο, καταφύγιο, τόπο διαμονής δωρεάν: Στην Κατοχή οι Έλληνες φιλοξενούσαν Άγγλους. 3. κρατώ έγκλειστο σε κρατητήριο ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλοξένῳ — Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένῳ — φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενοφιλεύω — φιλοξενώ … Dictionary of Greek
Φιλοξένωι — Φιλοξένῳ , Φιλόξενος loving strangers masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοξένωι — φιλοξένῳ , φιλόξενος loving strangers masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… … Dictionary of Greek
φιλοξενίζω — Α φιλοξενώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού φιλοξενώ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek